Dictionary of Greek. 2013.
στριγκιός — ιά, ιό οξύς: Στριγκιά φωνή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στριγγός — και στριγκιός, ιά, ιό και στριγκός, ή, ό, Ν (για ήχο) οξύς, διαπεραστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. στριγγίζω*] … Dictionary of Greek